Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2016

18. Μια ουράνια ηλιαχτίδα (Μεγαλομάρτυς αγία Χριστίνα)


Σαν μια ουράνια ηλιαχτίδα γεννήθηκε και μεγάλωσε στην πόλη Τύρο της Συρίας, γύρω στο 200 μ.Χ., η μοναχοκόρη του στρατηγού Ουρβανού. Όλοι μιλούσαν παντού για την υπέροχη ομορφιά της, αλλά και για την ευγένεια των τρόπων της μικρής αρχοντοπούλας.
Ο πατέρας της, επειδή έλειπε συνήθως σαν αρχιστράτηγος που ήταν των στρατευμάτων του βασιλιά Σεβήρου στην Ανατολή και φοβούμενος μήπως τολμήσει κάποιος να την πειράξει κατά την απουσία του, της έκτισε ένα ψηλό πύργο. Μέσα σ’ αυτόν έκλεισε το μικρό του κοριτσάκι μαζί με πολλές υπηρέτριες, για να την υπηρετούν.
Ο μεγαλύτερος φόβος του ειδωλολάτρη πατέρα της ήταν μήπως κάποιος μυήσει στον χριστιανισμό την κόρη του. Γι’ αυτό και γέμισε τον πύργο αυτό με δεκάδες χρυσά και ασημένια αγάλματα των ειδωλολατρικών θεών του. Στον πύργο αυτό υπήρχαν τα πάντα, ώστε να μη χρειάζεται η κόρη του να βγαίνει καθόλου έξω απ’ αυτόν, γι’ αυτό και της επέβαλε με αυστηρότητα περιορισμό εξόδου από τον πύργο. 
Η μικρή αρχοντοπούλα, εκτός από ομορφιά και ευγένεια, είχε και πολύ σύνεση και σοφία. Πολλές φορές, όταν έβλεπε την ομορφιά του ουρανού και της γης, με τα δάση, τα λουλούδια, τη θάλασσα, τα ποτάμια και τις λίμνες, διερωτάτο ποιος να ήταν αλήθεια ο πάνσοφος Δημιουργός τους. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως θα μπορούσε κάποιος από τους δώδεκα ψεύτικους θεούς του Ολύμπου, να είναι ο μεγάλος δημιουργός του υπέροχου αυτού κόσμου. Η ίδια ένιωθε αποστροφή γι’ αυτούς τους ψεύτικους θεούς, με τις ανήθικες πράξεις στη ζωή τους και τις μεγάλες αδυναμίες που είχαν, που πολλές φορές ένιωθε ντροπή όταν τις άκουγε. Ζητούσε, λοιπόν, με αγωνία να μάθει ποιος ήταν ο πραγματικός Δημιουργός του κόσμου, αλλά και ο νομοθέτης της έμφυτης αγάπης στις ηθικές αξίες και την αρετή.
Ο πανάγαθος Θεός, βλέποντας την αγωνία και την λαχτάρα που είχε η μικρή αυτή κόρη για την αλήθεια, στέλλει άγγελο δικό Του με ανθρώπινη μορφή, να την διδάξει το μυστήριο της αγίας Τριάδος, τον ένα και αληθινό Θεό Πατέρα, τον μονογενή Του Υιό και το άγιο Πνεύμα, αλλά και τον υπέροχο τρόπο με τον οποίο δημιούργησε όλο τον κόσμο και τον άνθρωπο.
Η μικρή κόρη συγκινείται, όταν μαθαίνει πως ο Θεός Πατέρας, για να σώσει τους ανθρώπους από την αμαρτία και τα δεσμά του σατανά και να τους φέρει πάλι πίσω στο ουράνιο βασίλειο Του,  έστειλε στη γη τον μονογενή Του Υιό, να γεννηθεί σαν άνθρωπος, να διδάξει το άγιο Ευαγγέλιο και τέλος να σταυρωθεί, παίρνοντας πάνω Του όλες τις αμαρτίες του κόσμου. Το άγιο Πνεύμα αρχίζει να πλημμυρίζει την ψυχή της και στην καρδιά της ανάβει ο θεϊκός έρωτας, που την κάνει να θέλει να ζει μόνο για τον Θεό Πατέρα της και τον αγαπημένο της πληγωμένο Ιησού.
Η θυσία του Χριστού την κάνει να Τον αγαπήσει και να Τον λατρέψει τόσο πολύ, που Του ζητά να γίνει δική Του νύμφη. Ο Χριστός αποδέχεται την πρόταση αγάπης και λατρείας της μικρής Του κόρης και της λέει πως σαν σημείο της αγίας απόφασης της θα είναι το νέο όνομα που της χαρίζει. Από τώρα και στο εξής θα ονομάζεσαι Χριστίνα, της λέει, και για χάρη αυτής της αγάπης θα υποφέρεις πολλά βάσανα και μαρτύρια, αλλά θα γίνεις  και αιτία πολλοί άνθρωποι να επιστρέψουν από το σκοτάδι της ειδωλολατρίας στο φως του αληθινού Θεού.
Μετά την ουράνια αποκάλυψη που είχε η Χριστίνα, η ψυχή της παραδόθηκε τελείως στην αγάπη και τη λατρεία του πολυαγαπημένου της Ιησού. Ο νους της ήταν συνέχεια στον Αγαπημένο της και στην καρδιά της έκαιγε η φλόγα του θεϊκού έρωτα. Το μόνο που την ενδιέφερε από τώρα και στο εξής, ήταν να κάνει μόνο το θέλημα της ουράνιας Αγάπης της.
Την επόμενη μέρα, όταν ήρθαν οι γονείς της να την δουν, εξεπλάγησαν από την γλυκύτητα και την ομορφιά του προσώπου της. Ο πατέρας της ζήτησε να προσφέρει θυσία στους ψεύτικους θεούς, που κατά τη γνώμη του, την στόλισαν με τόση υπερκόσμια ομορφιά και χάρη. Η Χριστίνα αρνήθηκε και με παιδική απλότητα τους εξήγησε πως γνώρισε την αληθινό Θεό Πατέρα και τον μονογενή Του Υιό, Ιησού Χριστό, και πως το νέο της όνομα είναι Χριστίνα. Ο πατέρας της θύμωσε τόσο πολύ, που την έκλεισε σε ένα δωμάτιο, για να σκεφθεί το λάθος της και να μετανιώσει. Σε αντίθετη περίπτωση, θα είχε  να αντιμετωπίσει θλίψεις, πόνους και βασανιστήρια.
Μόνη τώρα στο δωμάτιο της η Χριστίνα ικετεύει τον πολυαγαπημένο της Ιησού να της δώσει δύναμη, για να μπορέσει να υπομείνει τα βασανιστήρια που θα της έκαναν. Ο φύλακας άγγελος της ψυχής της παρουσιάζεται τότε μπροστά της και της λέει να μην φοβάται, γιατί η χάρη του αγίου Πνεύματος θα πλημμύριζε την ψυχή της και θα την έκανε δυνατή. Της αποκάλυψε δε πως θα παρουσιαστεί σε τρεις άρχοντες, για να ομολογήσει την αληθινή πίστη της και από τα θαύματα που θα γίνουν θα γνωρίσουν πολλοί τον Χριστό και θα τον δοξάσουν. Μετά της έδωσε να φάει από τον ουράνιο άρτο που της έφερε.
Η Χριστίνα πήρε τότε τόση δύναμη, που βγήκε έξω από το δωμάτιο της και αφού έσπασε με ένα τσεκούρι όλα τα αγάλματα των ψεύτικων θεών, τα πέταξε έξω από τον πύργο.
Την άλλη μέρα, όταν ήρθε ο πατέρας της και είδε τι έκανε η κόρη του, θύμωσε πολύ και διέταξε τους στρατιώτες, τις μεν υπηρέτριες να αποκεφαλίσουν, την δε κόρη του να την δείρουν αλύπητα μέχρι να κουραστούν. Μετά της πέρασε μια αλυσίδα στο λαιμό και την έκλεισε στη φυλακή.
Το άλλο πρωί την οδήγησε στο δικαστήριο και μπροστά σε πολύ κόσμο προσπάθησε με την απειλή των βασανιστηρίων να της αλλάξει τη γνώμη. Όταν απέτυχε, διέταξε να την κρεμάσουν και με σιδερένια νύχια να ξεσχίσουν τις σάρκες της. Μετά, αφού την έδεσαν πάνω σε ένα σιδερένιο τροχό, άναψαν από κάτω φωτιά, ώστε γυρνώντας ο τροχός να καίει το σώμα της μικρής Χριστίνας. Παράλληλα έχυναν πάνω στο σώμα της καυτό λάδι, για να γίνει πιο οδυνηρό το βασανιστήριο. Η Χριστίνα προσευχόταν θερμά, ζητώντας βοήθεια από τον αγαπημένο της Ιησού. 
Τότε η φωτιά σκορπίστηκε και έκαψε πολλούς από τους ειδωλολάτρες, ενώ η αγία ελευθερώθηκε από τον τροχό. Ο πατέρας της γεμάτος θυμό και οργή την έκλεισε φυλακή, για να πεθάνει από πείνα. Εκεί την επισκέφθηκαν τρεις άγγελοι και αφού θεράπευσαν τις πληγές της, της έδωσαν να φάει ουράνιο άρτο.
Όταν νύχτωσε, ήρθαν στρατιώτες, έδεσαν στο λαιμό της μια μεγάλη πέτρα και την έριξαν στη θάλασσα για  να πνιγεί. Άγγελοι, όμως, και πάλι  εμφανίστηκαν και την έσωσαν. Η Χριστίνα τότε περπάτησε πάνω στη θάλασσα δοξολογώντας τον Θεό. Ζήτησε δε από τον Κύριο της να την βαπτίσει στα νερά  αυτά και να συγχωρεθούν όλες οι αμαρτίες της.
Ο Χριστός άκουσε την προσευχή της μικρής Του νύμφης και ήρθε ο Ίδιος ανάμεσα σε πλήθος αγίων αγγέλων, για να την βαπτίσει με τα ίδια Του τα χέρια. Μετά, αφού την παρέδωσε στον αρχάγγελο Μιχαήλ, για να την καθοδηγεί, βρέθηκε η αγία μας κοντά στο σπίτι της. Όταν την είδε ο πατέρας της οργίστηκε ακόμα πιο πολύ και, αφού την έκλεισε στη φυλακή, αποφάσισε την άλλη μέρα να την αποκεφαλίσει. Την νύχτα, όμως, εκείνος πέθανε και γλύτωσε η αγία μας από τα βασανιστήρια του.
Ο νέος άρχοντας, που λεγόταν Δίων, προσπάθησε να μεταπείσει και αυτός την αγία Χριστίνα, αλλά μάταια. Διέταξε στην αρχή να την μαστιγώσουν αλύπητα και μετά αφού άναψε μεγάλη φωτιά ζήτησε να την ρίξουν μέσα σε ένα καζάνι γεμάτο πίσσα, ρετσίνι και λάδι για να καεί. Ο Κύριος, όμως, και πάλι διαφύλαξε την δούλη Του αβλαβή από το νέο μαρτύριο. Νέα ξεσπάσματα οργής ξεκίνησαν από τον ασεβή τύραννο, που διέταξε τώρα να ξυρίσουν το κεφάλι της και να την περιφέρουν γυμνή σε όλη την πόλη, για να την ξευτελίσει πιο πολύ. Μετά την φυλάκισε.
Το πρωί, για να ντροπιάσει η Χριστίνα τους ψεύτικους θεούς, είπε στον έπαρχο να την πάνε στο ναό του Απόλλωνα. Ο άρχοντας χάρηκε, γιατί νόμισε πως ήθελε να προσκυνήσει τον θεό του.
Μπροστά στο άγαλμα του Απόλλωνα, όμως, η Χριστίνα διέταξε τα δαιμόνια που κατοικούσαν στο ναό να φύγουν και το άγαλμα να γίνει συντρίμμια. Τότε ακούστηκαν γοερά κλάματα από τα πονηρά δαιμόνια που έφευγαν, ενώ το άγαλμα έπεσε μόνο του και συντρίφτηκε.
Τρεις χιλιάδες ειδωλολάτρες που ήταν εκεί, πίστεψαν αμέσως στο Χριστό, ενώ ο Δίων από τη στεναχώρια του ξεψύχησε.
Νέος άρχοντας διορίστηκε κάποιος Ιουλιανός, που ανέλαβε να συνεχίσει τα βασανιστήρια στην αγία μας. Διέταξε να ανάψουν για τρεις μέρες ένα καμίνι και εκεί μέσα να ρίξουν την αγία μας και να την αφήσουν επί πέντε μέρες, για να μη μείνει τίποτε απ’ αυτήν. Στο διάστημα αυτό όλοι άκουγαν να βγαίνουν μέσα από το καμίνι ουράνιες μελωδίες. Άγγελοι είχαν έρθει κοντά στην αγία μας και δεν άφηναν τη φωτιά να την πειράξει. Την έκτη μέρα, όταν είδε ο Ιουλιανός πως δεν έπαθε τίποτα η Χριστίνα, διέταξε να την ρίξουν μέσα σε δηλητηριώδη φίδια. Τα φίδια όμως, όχι μόνο δεν την πείραξαν, αλλά άρχισαν να γλύφουν τα πόδια της και να σκουπίζουν τον ιδρώτα της! Όταν ο υπηρέτης θέλησε κατ’ εντολή του Ιουλιανού, να τα ερεθίσει εναντίον της Χριστίνας, αυτά του επιτέθηκαν και τον σκότωσαν. Τότε η αγία τον λυπήθηκε και μετά από προσευχή τον ανέστησε. Το θαύμα αυτό έκανε πολλούς ειδωλολάτρες να πιστέψουν στον Χριστό.
Ο Ιουλιανός τόσο πολύ οργίστηκε από το θαύμα, που διέταξε να κόψουν αμέσως τα στήθη της Χριστίνας και να την κλείσουν φυλακή. Το βράδυ την επισκέπτεται στη φυλακή ο αγαπημένος της Ιησούς και της ανακοινώνει ότι από την επόμενη μέρα η ψυχή της θα ήταν πλέον μαζί Του στο ουράνιο βασίλειο Του. Η Χριστίνα χάρηκε τόσο πολύ που η καρδιά της πήγε να σπάσει από απέραντη ευτυχία.
Το πρωί ο τύραννος της έκοψε τη γλώσσα για να μη μπορεί πλέον να μιλά στο Χριστό και να τον δοξάζει. Η αγία μας πήρε την κομμένη γλώσσα της και την πέταξε στο πρόσωπο του Ιουλιανού, ο οποίος αμέσως τυφλώθηκε. Παρά το κόψιμο της γλώσσας της βγήκε φωνή από το στόμα της και είπε: «Άπιστε Ιουλιανέ, επειδή έκοψες την γλώσσα μου, που δοξολογούσε τον Κύριο, έχασες και συ το φως σου».
Τότε ο Ιουλιανός, πλήρης οργής εναντίον της αγίας μας διέταξε τους στρατιώτες του να σκοτώσουν με τόξο την αγία μας Χριστίνα.
Ήταν 24 Ιουλίου, ημέρα Πέμπτη, όταν τα βέλη πέτυχαν την αγία καρδιά της και έτσι πέταξε η αγία της ψυχή στα χέρια του αγαπημένου της βασιλιά Ιησού.